φιλόσοφος

φιλόσοφος
φῐλόσοφος, ,
A lover of wisdom; Pythagoras called himself φιλόσοφος, not σοφός, Cic Tusc.5.3.9, D.L.Prooem.12;

τὸν φ. σοφίας φήσομεν ἐπιθυμητὴν εἶναι πάσης Pl.R.475b

, cf. Isoc.15.271;

ὁ ὡς ἀληθῶς φ. Pl.Phd.64e

sq.; φ. φύσει, τὴν φύσιν, Id.R.376c; φ. τῇ ψυχῇ, opp. φιλόπονος τῷ σώματι, Isoc.1.40: used of all men of education and learning, joined with φιλομαθής and φιλόλογος, Pl.R.376c, 582e; opp. σοφιστής, X.Cyn.13.6,9; later, academician, of the members of the Museum at Alexandria, OGI712 (ii A. D.), etc.
2 philosopher, i. e. one who speculates on truth and reality, οἱ ἀληθινοὶ φ., defined as οἱ τῆς ἀληθείας φιλοθεάμονες, Pl.R.475e; ὁ φιλόσοφος, of Aristotle, Plu.2.115b; ὁ σκηνικὸς φ., of Euripides, Ath.13.561a; as the butt of Com., Philem.71.1, Bato 5.11, Anaxipp.4, Phoenicid.4.16.
II as Adj., loving knowledge, philosophic,

ἄνδρες Heraclit.35

;

ἀνήρ Pl.Phd. 64d

;

τὸ φ. γένος Id.R.501e

; φ. φύσις ib.494a; ψυχή ib.486b; διάνοια ib.527b;

πειθώ Phld.Rh.1.269

S.;
σύνεσις ib.p.211S. ([comp] Comp.);

οἱ φιλοσοφώτατοι Pl.R.498a

, cf. IG5(1).598 ([place name] Sparta).
2 of arguments, sciences, etc., scientific, philosophic,

λόγοι Pl.Phdr.257b

; λόγοι -ώτεροι, of instructive speeches, Isoc.12.271
;

-ώτερον ποίησις ἱστορίας Arist.Po.1451b5

; τὸ φ., opp. τὸ θυμοειδές, as an element of the soul, Pl.R.411e, but = φιλοσοφία, Plu.2.355b.
3 ingenious, Ar.Ec.571 (hex.).
III Adv.

-φως, διακεῖσθαι πρός τι Isoc. 15.277

;

φ. ἔχειν περί τινος Pl.Phd.91a

, cf. Cic.Att.13.20.4, etc.; opp. ῥητορικῶς, Phld. Rh.2.134S.; [comp] Comp.

-ωτέρως Arist.Sens.436a20

;

-ώτερον Cic.Att.7.8.3

. [Ar. l. c. has the penult. long, nowhere else found in poetry.
]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλόσοφος — lover of wisdom masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόσοφος — Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το… …   Dictionary of Greek

  • φιλόσοφος — η, ο 1. ο φίλος (εραστής) της σοφίας, αυτός που φιλοσοφεί, αυτός που ερευνά τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων, ο σοφός: Μίλησε με φιλόσοφο πνεύμα. 2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φιλόσοφος, ο, η αυτός που διδάσκει φιλοσοφία, ο συγγραφέας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφώτερον — φιλόσοφος lover of wisdom adverbial comp φιλόσοφος lover of wisdom masc acc comp sg φιλόσοφος lover of wisdom neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφωτάτων — φιλόσοφος lover of wisdom fem gen superl pl φιλόσοφος lover of wisdom masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφωτέρων — φιλόσοφος lover of wisdom fem gen comp pl φιλόσοφος lover of wisdom masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφώτατα — φιλόσοφος lover of wisdom adverbial superl φιλόσοφος lover of wisdom neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσοφώτατον — φιλόσοφος lover of wisdom masc acc superl sg φιλόσοφος lover of wisdom neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσόφω — φιλόσοφος lover of wisdom masc nom/voc/acc dual φιλόσοφος lover of wisdom masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδων — Φιλόσοφος από την Ηλεία, μαθητής του Σωκράτη. Πήρε μέρος στον πόλεμο Ηλείων Σπαρτιατών (401 π.Χ.), αιχμαλωτίστηκε από τους Σπαρτιάτες και ελευθερώθηκε με λύτρα που μαζεύτηκαν στην Αθήνα με προτροπή του Σωκράτη. Ιδρυτής της Ηλειακής Σωκρατικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”